-
1 грязь
-и, προθτ. о -и, в -и θ.1. λάσπη!•валяться в -и κυλιέμαι στη λάσπη•
непролазная грязь αδιάβατη λάσπη.
2. λάσπη θεραπευτική.3. ακαθαρσία, σκουπίδια.4. ηθικός ξεπεσμός, βούρκος.5. λέρα, λεκές.εκφρ.месить грязь – ανακατεύω τη λάσπη, βαδίζω στη λάσπη, τσαλαβουτώ•смешать с -ыо; втоптать ή затоптать в -и – συκοφαντώ, δυσφημίζω, αμαυρώνω, κολλώ ρετσινιά•вытащить из -и – μτφ. ξελασπώνω (απαλλάσσω, βγάζω από δυσχερή κατάσταση). -
2 грязь
гряз||ьж1. (уличная и т. /ι.) ἡ λάσπη, ὁ βόρβορος / ἡ ἀκαθαρσία, ἡ βρωμιά (нечистоты, мусор)/ ὁ βούρκος (ти-«α):непролазная \грязь ἡ ἀδιάβατη λάσπη· месить \грязь разг τσαλαβουτώ στή λάσπη· валяться в \грязьй κυλιέμαι στό βόρβορο·2. (на коже, одежде) ἡ βρώμα, ἡ λέρα·3. перен ἡ αίσχρότητα, ἡ βρωμιά· ◊ смешать с \грязьыо кого́-л. ἐξευτελίζω, κατασυκοφαντώ, κηλιδώνω τήν ὑπόληψη κάποιου· не ударить лицом в \грязь разг βγαίνω ἀσπροπρόσωπος. -
3 грязь
-
4 невылазный
невылази||ыйприл разг1. ἀδιαπέραστος, ἀδιάβατος:\невылазныйая грязь ἀδιάβατη λάσπη, λάσπη ὡς τό γόνατο·2. перен:быть в \невылазныйых долгах εἶμαι βουτημένος στά χρέη. -
5 вывалять
ρ.σ.μ.(απλ.) κυλώ, λερώνω•вывалять в грязи κυλώ στη λάσπη.
(απλ.) κυλιέμαι, λερώνομαι•вывалять в грязи κυλιέμαι στη λάσπη.
-
6 глина
-ы θ.άργιλος, αργιλόχωμα•белая ή фарфоровая глина λευκή άργιλος, ασπρογή, ασπρόχωμα, καολίνη•
огнеупорная глина πυρίμαχος άργιλος ή χώμα της φωτιάς.
|| πηλός, λάσπη•изделия из -ы πήλινα αγγεία (είδη)•
обмазывать -ой стоны αλείφω τους τοίχους με λάσπη.
-
7 слякоть
-и θ.1. λάσπη•ходить по -и βαδίζω στη λάσπη.
|| παλιόκαιρος.2. άνθρωπος ελεεινός, λασπιάς. -
8 глина
ο πηλ/ός, η άργιλος, το αργι-λόχωμα, η λάσπηгончарная - ο πηλός/το κοκκινόχωμα του αγγειοπλάστηогнеупорная - η πυρίμαχος άργιλος, πυρίμαχος -αργιλώδης, πηλώδης, λα-σπώδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глина
-
9 грязь
(сухая) о ρύπος, (мокрая) η λάσπη, η ιλύς, (шлам) о βόρβοροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грязь
-
10 ил
η ιλύς, η λάσπη, ο βόρβορος, ο βούρκοςсырой - υγρή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ил
-
11 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
12 мертель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мертель
-
13 муть
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муть
-
14 обмазывать
1. (сварочные электроды) επενδύω/επικαλύπτω (τα ηλεκτρόδια) 2. (напр. глиной) επικαλύπτω (π.χ. με λάσπη, με πηλό).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обмазывать
-
15 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
16 тина
ο βόρβορος, η γλοιώδης λάσπη (από στάσιμα νερά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тина
-
17 топь
ο βούρκος, το έλος, ο βόρβορος, η λάσπη, το τέλμα, ο βάλτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топь
-
18 шлам
η ιλύς, η λάσπηкрасный - (при обработке боксита) ερυθρά - (των ωκεανών ή των βαθειών θαλασσών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шлам
-
19 шлих
горн. το συμπυκνωμένο (βαρύ) εμπλούτισμα, η συμπυκνωμένη γλοιώδης εμπλουτισμένη λάσπη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шлих
-
20 влезать
влезатьнесов, влезть сов1. (вскарабкиваться) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι, ἀνεβαίνω:\влезать на дерево σκαρφαλώνω στό δέντρο·2. (проникать) εἰσχωρώ, διεισδύω, μπαίνω, χώνομαι:\влезать в окно́ μπαίνω ἀπ· τό παράθυρο· \влезать в грязь χώνομαι στή λάσπη·3. (умещаться внутри чего-л.) разг χωρώ:все книги влезли в ящик ὅλα τά βιβλία χώρεσαν στήν κάσσα· ◊ \влезать в долги κα-ταχρεώνομαι.
См. также в других словарях:
λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
λάσπη — η 1. μείγμα από χώμα και νερό, πηλός: Το αυτοκίνητο βούλιαξε στη λάσπη. 2. οικοδομικό υλικό που αποτελείται από χώμα ή άμμο, νερό, ασβέστη και άχυρα. 3. κακής ποιότητας μάζα: Από το πολύ βράσιμο τα μακαρόνια έγιναν λάσπη. 4. μτφ., ηθικός ξεπεσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβυσσικά ιζήματα — Λάσπη που συσσωρεύεται στον θαλάσσιο βυθό, σε βάθος μεγαλύτερο από 3.500 μ. Τα α.ι. σχηματίζονται κυρίως από τα πιο ανθεκτικά μέρη των ατελών οργανισμών, που ζουν στα ψηλότερα στρώματα του θαλάσσιου ύδατος, παρασυρόμενοι συνεχώς από τα θαλάσσια… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ … Dictionary of Greek
κατιλύω — (Α) σκεπάζω με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλύω «σκεπάζω με λάσπη» (< ἰλύς «λάσπη»)] … Dictionary of Greek
λασπώδης — ες 1. γεμάτος λάσπη («λασπώδες έδαφος») 2. πολτώδης σαν τη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
λασπώνω — (Μ λασπώνω) [λάσπη] 1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου») 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω νεοελλ. 1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση 2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)… … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek
Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… … Dictionary of Greek